κωφῶν

κωφῶν
κωφάω
make dumb
pres part act masc voc sg
κωφάω
make dumb
pres part act neut nom/voc/acc sg
κωφάω
make dumb
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
κωφάω
make dumb
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
κωφός
blunt
fem gen pl
κωφός
blunt
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • глоухыи — (60) пр. 1. Глухой, не обладающий способностью слышать: Глѹхъ же сы и слѣпъ. да не бываѥть еп(с)пъ (κωφός) КЕ XII, 19б; Иже сродника імать. или глуха или нѣма. і безумна… не можеть іхъ наслѣдити. (κωφόν) КР 1284, 313г; посла Батыи к Михаилу кнѩзю …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

  • κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”